περιχάρεια

Revision as of 11:15, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_3)

English (LSJ)

[ᾰ], ἡ,

   A excessive joy, Pl.Phlb.65d, Ph.1.460; opp. περιωδυνία, Pl.Lg.732c: in pl., Plu.2.83d, Gal.10.841, Plot.1.4.12:—incorrectly writtenπεριχαρ-ία, D.C.44.8, Alciphr.3.38, Adam.2.38, etc.

German (Pape)

[Seite 600] ἡ, ausnehmende, übermäßige Freude; Plat. Phil. 65 d Legg. V, 732 c, im Ggstz von περιωδυνία; Sp., wie Plut.

Greek (Liddell-Scott)

περιχάρεια: [ᾰ], ἡ, ὑπερβολικὴ χαρά, ἀντίθετ. τῷ περιωδυνία, Πλάτ. Φίληβ. 65D, Νόμ. 732· ἐσφαλμένως δὲ φέρεται -ία, Ἀλκίφρων 3. 38, Δίων Κ. 44, 8, κτλ.