πυστός

Revision as of 11:15, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_11)

English (LSJ)

ή, όν, (πυνθάνομαι)

   A learnt, EM323.49, Eust.1684.37.

German (Pape)

[Seite 826] adj. verb. von πυνθάνομαι, bekannt, berühmt, Schol. Aesch. Prom. 907.

Greek (Liddell-Scott)

πυστός: -ή, -όν, ῥημ. ἐπίθετ. τοῦ πυνθάνομαι, ἐξακουστός, ἐξάγγελτος, ἔκδηλος, «ἐκ τοῦ πεύθω, ὃ σημαίνει τὸ ἀκούω γίνεται πυστὰ καὶ ἔκπυστα, σημαίνει δὲ τὰ ἑξακουστα καὶ ἐξάγγελτα καὶ ἔκδηλα» Ἐτυμ. Μέγ. 323, 48, Εὐστ. 1684. 37.