ἔκδηλος
ἔκστασίς τίς ἐστιν ἐν τῇ γενέσει τὸ παρὰ φύσιν τοῦ κατὰ φύσιν → what is contrary to nature is any developmental aberration from what is in accord with nature (Aristotle, On the Heavens 286a19)
English (LSJ)
ἔκδηλον, strengthened for δῆλος,
A conspicuous, ἵν' ἔ. μετὰ πᾶσιν Ἀργείοισι γένοιτο Il.5.2: hence, considerable, σίτου μοῖρα CPHerm. 6.4.
II quite plain, πάντ' ἐποίησεν ἔκδηλα D.2.21, cf. OGI665.13 (i A. D.), etc.: Sup., ἐκδηλοτάτη ἐνάργεια Phld.Herc.1251.13.
III Adv. ἐκδήλως = openly, manifestly, plainly, Id.Vit.p.40J., Ph.1.111, Plu. Oth. 17, etc.: Comp., Id.2.625d, Them.Or.15.192a: Sup., Philostr. Her. 19.12, D.C.60.3.
Spanish (DGE)
-ον
• Alolema(s): hiperdor. ἔκδαλος Ps.Archyt.Pyth.Hell.43.7 • Grafía: graf. ἐγδ- Phld.Elect.13.9
I 1 eminente, descollante, sobresaliente de pers. μετὰ πᾶσιν Ἀργείοισι Il.5.2, στρατηγοί Babr.31.5
• de cosas importante, considerable τῶν ἔκδηλόν τι πεποιηκότων = de los que habían prestado algún servicio importante Plb.30.13.7, σίτου μοῖρα CPHerm.6.4 (III d.C.).
2 manifiesto, evidente, visible frec. como pred. πάντ' ἐποίησεν ἔκδηλα D.2.21, del sonido τὸ γὰρ ὀξύτερον φύσει ὂν ἐκδηλότερον Thphr.Fr.89.9, οἱ κατὰ πᾶν ἔκδηλον ἔχοντες τὴν ἑαυτῶν κακίαν = los que son plenamente conscientes de su propia maldad D.S.14.1, τὴν δὲ αὐτῶν εἰς ἡμᾶς δυσμένειαν ἔκδηλον καθιστάντες LXX 3Ma.3.19, τὴν ἀκριβεστάτην τοῦ χαρακτῆρος ἰδέαν ... ἐκδηλοτέραν ἐγγράψαι Ph.1.290, αἱ τῶν ἄλλων ἀστέρων λάμψεις Ph.1.72, καίπερ μὴ βουλόμενον ἔκδηλον εἶναι = aunque no quería que se notara de una pers., I.AI 17.106, ἡ ἐγδηλοτάτη ἐνάργεια = la evidencia más conspicua Phld.l.c., βοήθεια D.H.20.3, κατὰ δέ τινα (καιρόν) πάλιν ἔκδηλα βλεπόμενα Clem.Al.Strom.8.9.32, de unos anim. ἐντεῦθεν οὐκ εἰσὶν ἔκδηλοι Ael.NA 5.3, ὡς ἂν ... ἔκδηλον καταστήσῃ ... ἀλήθειαν Manes 108.23, αἱ φύσεις ἔκδηλοί τε καὶ ἀπόκρυφοι Iambl.VP 31, de la revelación de Dios en las Escrituras a través de los evangelios, Epiph.Const.Haer.51.32.4, en las enfermedades ref. a la manifestación del síntoma αἱ δὲ κυνάγχαι ... ὁκόσαι ... ἔκδηλον μηδὲν ποέουσιν = las anginas que no dan síntomas Hp.Prog.23, cf. Coac.370, τὰ νοσήματα ... ὅταν ἔκδηλα ᾖ = cuando las enfermedades se ponen de manifiesto D.Chr.9.2, cf. Herod.Med. en Orib.7.8.5, Aret.SA 1.8.2, ποιότης Gal.11.641, ὠφέλεια Aët.6.92
• c. dat. οὐ πᾶσιν ἔκδηλον ἐποίησε τὴν αὑτοῦ πρόθεσιν Plb.3.12.4, ἡ γὰρ ἄνοια αὐτῶν ἔ. ἔσται πᾶσιν 2Ep.Ti.3.9, cf. Eus.PE 1.2.1, ἔκδηλα ... καὶ ἐκφανῆ τὰ κακὰ γίνεται τοῖς γεννωμένοις Vett.Val.88.8, τοῖς τάδε ἀναλεγομένοις ἔκδηλα τὰ ... χωρία Procop.Goth.4.1.7
• c. gen. de separat. τοῦ θυρώματος δὲ καὶ τῶν περὶ αὐτὸ συνδέσμων ... ἔ. ἦν ἡ ... δαπάνη Aristeas 85
• c. ὑπό y gen. τὸ δέ γε μῆκος ὑπὸ ξηρότητος ... τῶν σαρκῶν ... ἔκδηλον γίνεται Paul.Aeg.2.11.20
• neutr. compar. y sup. como adv. τοὶ μὴ ἐκδαλότατα ὁρέοντες αὐτήν Ps.Archyt.l.c., καταυγάζει ... ἐκδηλότερον δὲ τοὺς ἀγχοῦ ἑστῶτας = pero ilumina con más claridad a los que están cerca Them.Or.15.192a, ἐτάφη δὲ ἐκδηλότατα ἀνθρώπων Philostr.Her.66.3, cf. Paus.8.10.9, D.C.60.3.5.
3 c. gen. de compar. distinguible ὥστε μὴ ἔκδηλον εἶναι ἐκείνην τὴν βεβαπτισμένην ... τῆς [... ἐκείνης τῆς ἀβαπτίστου Manes 82.18.
II adv. ἐκδήλως = manifiestamente, claramente μάλιστα ἐ. (γίνεται) κατὰ τὰ χρώματα Thphr.CP 2.13.2, εἰπεῖν Phld.Vit.23.18, cf. Ph.1.111, οὐδὲν ἐ. οὔτε πεπονθότες χρηστόν Plu.Oth.17, cf. Ath.561e.
German (Pape)
[Seite 756] verstärktes simplex, sehr bekannt, ausgezeichnet; ἵν' ἔκδηλος μετὰ πᾶσιν Αργείοισιν γένοιτο Il. 5, 2; ganz offenbar, πάντα ἔκδηλα ποιεῖν Dem. 2, 21; Sp., wie Pol. 3, 12, 4. – Adv. ἐκδήλως, Ath. XIII, 561 b.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 évident, clair ; qui a lieu au grand jour, public;
2 illustre, remarquable.
Étymologie: ἐκ, δῆλος.
Russian (Dvoretsky)
ἔκδηλος:
1 блестящий, светлый (χαλκὸς διὰ τὸ καθαρὸν ἔ. γίνεται Arst.);
2 видный, заметный, выдающийся (μετὰ πᾶσιν Hom.);
3 явный, открытый, известный (ἔρως Eur. - v.l. ἔκδημος): ἔκδηλον ποιεῖν τι Dem., Polyb.; делать общеизвестным что-л., давать огласку чему-л.
Greek (Liddell-Scott)
ἔκδηλος: -ον, ἐπιτεταμ. ἀντὶ τοῦ δῆλος, φανερός, ἐπιφανής, ἵν’ ἔκδ. μετὰ πᾶσιν Ἀργείσισι γένοιτο Ἰλ. Ε. 2. ΙΙ. καταφανής, σαφής, πάντα ἐποίησεν ἔκδηλα Δημ. 24. 10.
English (Autenrieth)
conspicuous, Il. 5.2†.
English (Strong)
from ἐκ and δῆλος; wholly evident: manifest.
English (Thayer)
ἔκδηλον (δῆλος), evident, clear, conspicuous: Homer, Iliad 5,2; Demosthenes, p. 24,10; Polybius)
Greek Monolingual
-η, -ο (AM ἔκδηλος, -ον)
ολοφάνερος, καταφανής (α. «η έκδηλη προσπάθεια να αποκρύψει την αλήθεια» β. «πάντα ἐποίησεν ἔκδηλα», Δημ.)
αρχ.
έξοχος, εξαίρετος.
Greek Monotonic
ἔκδηλος: -ον, φανερός, αξιοσημείωτος, επιφανής, σε Ομήρ. Ιλ.· πασιφανής, σε Δημ.
Middle Liddell
ἔκ-δηλος, ον
conspicuous, Il.:— quite plain, Dem.
Chinese
原文音譯:œkdhloj 誒克-得羅士
詞類次數:形容詞(1)
原文字根:出去-明顯
字義溯源:完全顯明的,明白的,顯露出來;由(ἐκ / ἐκπερισσῶς / ἐκφωνέω)*=出)與(δῆλος)*=顯然的)組成
出現次數:總共(1);提後(1)
譯字彙編:
1) 顯露出來(1) 提後3:9
Translations
visible
Afrikaans: sigbaar; Albanian: dukshëm; Arabic: مَنْظُور; Armenian: տեսանելի; Asturian: visible; Belarusian: бачны; Breton: hewel; Bulgarian: видим; Catalan: visible; Chinese Mandarin: 看得見, 看得见, 可看見的, 可看见的; Czech: viditelný; Danish: synlig; Dutch: zichtbaar, zichtbare; Esperanto: videbla; Finnish: näkyvä; French: visible; Old French: voiable; Galician: visible; Georgian: შესამჩნევი, დასანახი, ხედვადი; German: sichtbar; Gothic: 𐌰𐌽𐌰𐍃𐌹𐌿𐌽𐍃; Greek: ορατός, φανερός; Ancient Greek: ἄποπτος, δῆλος, δηλωτικός, δίαλος, δρατός, εἴδελος, εἴσοπτος, εἰσωπός, ἔκδηλος, ἐκφανής, ἐμφανής, ἐμφάνιος, ἐναργής, ἔνοπτος, ὁρητός, ὁρατός, φανερός; Haitian Creole: vizib; Hebrew: נראה; Hungarian: látható; Icelandic: sýnilegur; Irish: infheicthe, sofheicthe, le feiceáil, feicseanach; Italian: visibile; Japanese: 見える, 目に見える, 顕在する; Korean: 보이는; Kurdish Central Kurdish: دیار; Latin: spectabilis, visibilis; Latvian: redzams; Macedonian: видлив; Manx: so-akin; Maori: ari; Norwegian: synlig; Occitan: visible; Old Church Slavonic: видимъ; Old English: ġesewenlīċ; Old French: veable; Persian: پیدا, هویدا, ویدا; Plautdietsch: sechtboa; Polish: widoczny, widzialny; Portuguese: visível; Punjabi: ਦ੍ਰਿਸ਼ਟੀਗੋਚਰ; Romanian: vizibil; Russian: видимый; Sanskrit: दृश्य, दृष्ट; Serbo-Croatian Cyrillic: вѝдљив, ви̑дан, уо̀чљив; Roman: vìdljiv, vȋdan, uòčljiv; Spanish: visible; Swedish: synlig; Tagalog: tahaw, nakikita; Ukrainian: видимий, видний; Vietnamese: nhìn thấy được, khả kiến; Walloon: veyåve