περιπευκής

Revision as of 11:15, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_7)

English (LSJ)

ές, (πεύκη)

   A very sharp, keen, or painful, βέλος Il.11.845.

German (Pape)

[Seite 587] ές, sehr herb, schmerzhaft, βέλος, Il. 11, 845.

Greek (Liddell-Scott)

περιπευκής: -ές, (πεύκη) ὁ πάνυ πικρός, ὁ προξενῶν πόνους μεγάλους, ὀξὺ βέλος περιπευκὲς Ἰλ. Λ. 845· πρβλ. ἐχεπευκής. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «περιπευκές· περισσῶς πικρόν, διὰ τὸ χρίεσθαι. πικρὰ γὰρ ἡ πεύκη».