δυσπροσόρμιστος
English (LSJ)
ον,
A hard to land on, having few ports, Plb.1.37.4; δ. ἀπόβασις a difficult landing, D.S.1.31.
German (Pape)
[Seite 688] ungünstig für das Landen; von der Küste Pol. 1, 37, 4; λιμήν Poll. 1, 103; ἀπόβασις, schwierige Landung, D. Sic. 1, 31.
Greek (Liddell-Scott)
δυσπροσόρμιστος: -ον, εἰς ὃν δύσκολον εἶνε νὰ προσορμισθῇ τις, Πολύβ. 1. 37, 4· δ. ἀπόβασις, δύσκολος ἀπόβασις, Διόδ. 1. 31.