φιλαδελφία
English (LSJ)
ἡ,
A brotherly love, Alex. 334, Ph.2.558, J.AJ2.6.9, Babr.47.15; in NT, love of the brethren, Ep.Rom.12.10, al.
German (Pape)
[Seite 1274] ἡ, Bruder-, Schwesterliebe, Geschwisterliebe; Alexis in B. A. 115; Luc. D. D. 26, 2; Plut. περὶ φιλαδελφίας.
Greek (Liddell-Scott)
φῐλᾰδελφία: ἡ, ἀδελφικὴ ἀγάπη, φιλαδελφία καὶ φιλεταιρία Ἄλεξις Α. Β. 115, 26, Βαβρ. 27. 15· τῇ φιλαδελφίᾳ εἰς ἀλλήλους φιλόστοργοι Παύλ. Ἐπιστ. πρ. Ρωμ. ιβ΄, 10, κλπ.