φιλεταιρία

From LSJ

ἐν τᾷ μεγάλᾳ Δωρίδι νάσῳ Πέλοπος → in the great Doric island of Pelops

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φῐλεταιρία Medium diacritics: φιλεταιρία Low diacritics: φιλεταιρία Capitals: ΦΙΛΕΤΑΙΡΙΑ
Transliteration A: philetairía Transliteration B: philetairia Transliteration C: filetairia Beta Code: filetairi/a

English (LSJ)

ἡ,
A attachment to one's comrades, X.Ages. 2.21, Alex.334, Arist.Rh.1364b2.
II = φιλεταίριον, Plin.HN25.64.

German (Pape)

[Seite 1276] ἡ, Liebe zu den Gefährten, Freundschaft, Alexis in B. A. 115.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
affection pour des camarades ou des amis.
Étymologie: φιλέταιρος.

Russian (Dvoretsky)

φιλεταιρία:любовь к товарищам, дружба Xen., Arst.

Greek (Liddell-Scott)

φῐλεταιρία: (ἢ ὀρθότ. φιλεταιρεία) ἡ, ἡ πρὸς τοὺς ἑταίρους ἀγάπηἀφοσίωσις, Ξεν. Ἀγησ. 2, 21, Ἄλεξις ἐν Ἀδήλ. 76, Ἀριστ. Ρητ. 1. 7, 18.

Greek Monolingual

ἡ, Α φιλέταιρος
αγάπη, αφοσίωση προς τους συντρόφους.

Greek Monotonic

φῐλεταιρία: ἡ, προσκόλληση στη συντροφιά κάποιου, σε Ξεν.

Middle Liddell

φῐλεταιρία, ἡ,
attachment to one's comrades, Xen.