τμήτης: -ου, ὁ, (οὐχὶ τμητής), ὁ τομεύς, ὁ τέμνων, Ἡσύχ. ἐν λέξ. ἐκτομεύς. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 431.