ατος, τό,
A tooth-powder, Paul.Aeg.3.26, Gloss.
[Seite 293] τό, Pulver zum Abreiben der Zähne, Zahnpulver.
ὀδοντόσμηγμα: τό, κόνις πρὸς κάθαρσιν τῶν ὀδόντων, Γλωσσ.˙ ὀδοντότριμμα, τό, Κραμήρου Ἀνέκδ. Παρισ. 1. 394.