ὀδοντόσμηγμα

From LSJ

ἡδονήν, μέγιστον κακοῦ δέλεαρ → pleasure, the greatest incitement to evildoing | pleasure, a most mighty lure to evil | pleasure, the great bait to evil

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀδοντόσμηγμα Medium diacritics: ὀδοντόσμηγμα Low diacritics: οδοντόσμηγμα Capitals: ΟΔΟΝΤΟΣΜΗΓΜΑ
Transliteration A: odontósmēgma Transliteration B: odontosmēgma Transliteration C: odontosmigma Beta Code: o)donto/smhgma

English (LSJ)

-ατος, τό, tooth-powder, Paul.Aeg.3.26, Glossaria.

German (Pape)

[Seite 293] τό, Pulver zum Abreiben der Zähne, Zahnpulver.

Greek (Liddell-Scott)

ὀδοντόσμηγμα: τό, κόνις πρὸς κάθαρσιν τῶν ὀδόντων, Γλωσσ.˙ ὀδοντότριμμα, τό, Κραμήρου Ἀνέκδ. Παρισ. 1. 394.

Greek Monolingual

το (Μ ὀδοντόσμηγμα)
σκόνη που χρησιμοποιείται για τον καθαρισμό τών δοντιών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀδούς, ὀδόντος + σμήγμα «οτιδήποτε χρησιμεύει για καθαρισμό»].