παραγλύφω
English (LSJ)
[ῠ],
A counterfeit, τὰς σφραγῖδας D.S.1.78. II cut a notch, παραγλύψαντα χρὴ τοῦ ὀστέου ἐνέδρην τῷ μοχλῷ ἀσφαλέα ποιῆσαι Hp.Fract.31, cf. Gal.2.461, UP13.3.
German (Pape)
[Seite 474] ein fremdes Siegel nachmachen, es verfälschen, D. Sic. 1, 78; – oben einmeißeln, Hippocr.
Greek (Liddell-Scott)
παραγλύφω: [ῠ]: μέλλ. -ψω, παραχαράττω, τῶν παραγλυφόντων τὰς σφραγῖδας Διόδ. 1. 78· πρβλ. παρακόπτω. ΙΙ. ἀποξέω, Ἱππ. περὶ Ἀγμῶν 773, Γαλην. 2, 461, 17.