παρακόπτω
Ἴσος ἴσθι πᾶσι, κἂν ὑπερέχῃς τῷ βίῳ → Quamvis superior sorte, da te aequum omnibus → Sei allen gleich, auch wenn du reicher bist
English (LSJ)
A strike falsely, counterfeit, prop. of money, D.S.1.78: generally, falsify, Luc.Lex.20; κίβδηλα καὶ νόθα καὶ παρακεκομμένα Id.Ind.2; opp. δόκιμα and ἀκίβδηλα, Id.Hist.Conscr.10, Herm.68; ἀνδράρια μοχθηρά, παρακεκομμένα knavish manikins, base coin, Ar.Ach.517.
2 Med., cheat or swindle out of a thing, οἵων ἀγαθῶν παρεκόπτου Id.Eq.807; simply, cheat, τινα ib.859:—Pass., to be cheated, παρεκόπην διχοινίκῳ Id.Nu.640.
II metaph., strike the mind awry, drive mad, derange, π. φρένας E.Hipp.238; παρακεκομμένος τὸν νοῦν Sch.rec.A.Pr.581, cf. Phot. s.v.
2 intr., to be deranged, τοῦ νοῦ παρακόπτοντος Hp.Aff.10; παρακόψαι τῇ διανοίᾳ go mad, Arist.Mir.832b17: abs., παρακόψας = in a fit of madness, D.L.4.44, cf. D.S.5.50: so in pres., παρακόπτων Plu.2.963e, 1123f; παρακόψας = wrongheadedly, Phld. Oec. p.10 J.
III cut in pieces, μέλη παρακεκομμένα Plb. 10.15.5; cut pieces off (sc. τῆς πυέλου), Arr.An.6.29.9.
IV cut across a neck of land, ἐπικαρσίᾳ τάφρῳ J.BJ 4.1.1.
German (Pape)
[Seite 485] 1) falsch schlagen, falsche Münze, falsche Stempel machen; νόμισμα, D. Sic. 1, 78; κίβδηλα καὶ νόθα καὶ παρακεκομμένα, Luc. adv. ind. 2, auch übertr., ἀνδράρια μοχθηρά, παρακεκομμένα, ἄτιμα καὶ παράσημα, Ar. Ach. 491; täuschen, betrügen, im pass., ὑπ' ἀλφιταμοιβοῦ παρεκόπην, Nub. 630, u. im med., betrügen, τινά, Equ. 856; τινά τινος, Einen um Etwas, ihn dessen betrügerischer Weise berauben, 804. – 2) oft übtr., τὰς φρένας παρακόπτειν, den Verstand verprägen, wahnsinnig machen, Eur. Hipp. 238; dah. παρακεκομμένος, wahnsinnig, Sp.; auch παρακόπτειν τῇ διανοίᾳ, wahnsinnig werden, Arist. de mirab. 31; Pl ut. u. a. Sp.; auch absol., παρακόψας, wahnsinnig, D. L. 4, 44 u. oft. – 3) abhauen, verstümmeln, τῶν ζῴων μέλη παρακεκομμένα, Pol. 10, 15, 5.
French (Bailly abrégé)
1 tr. frapper d'une marque de mauvais aloi : π. φρένας EUR litt. frapper l'esprit d'une empreinte de mauvais aloi, càd frapper de démence;
2 intr. π. τῇ διανοίᾳ ou simpl. π. avoir l'esprit frappé, en démence;
Moy. παρακόπτομαι tromper, frustrer.
Étymologie: παρά, κόπτω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
παρα-κόπτω act. vervalsen (spec. van munten); overdr.:; εἴ τις... τὸ καθεστηκὸς νόμισμα τῆς φωνῆς παρακόπτοι als iemand met het bestaande taalgebruik knoeit Luc. 46.20; pass.: ἀνδράρια … παρακεκομμένα valse mannetjes Aristoph. Ach. 517. verwarren, gek maken (lett. uit het lood slaan):; ὅστις … παρακόπτει φρένας wie jouw verstand verbijstert Eur. Hipp. 238; intrans. krankzinnig zijn. Hp. med. bedriegen:; ὅσον με παρεκόπτου χρόνον wat heb je mij lang bedrogen Aristoph. Eq. 859; met acc. en gen. beroven van:; γνώσεται οἵων ἀγαθῶν αὐτόν... παρεκόπτου hij zal te weten komen van hoeveel goeds jij hem hebt beroofd Aristoph. Eq. 807; pass.: παρεκόπης χρησμῶν ἐμῶν je hebt de strekking van mijn voorspellingen gemist Aeschl. Ag. 1252.
Russian (Dvoretsky)
παρακόπτω:
1 подделывать (νόμισμα Diod., Plut.): παρακεκομμένα (ὀνόματα) Luc. неправильные слова, ошибки; ἀνδράρια παρακεκομμένα Arph. лживые людишки;
2 med. обманывать, надувать (τινα Arph.); лишать хитростью, посредством обмана (τινα ἀγαθῶν Arph.): παρακόπτεσθαι διχοινίκῳ Arph. быть обманутым на два хеника (муки);
3 отсекать, обрубать (τῶν ζῴων μέλη παρακεκομμένα Polyb.);
4 увечить, искажать: π. τὰς φρένας Eur. и τῇ διανοίᾳ Arst. поражать безумием; παρακόπτων Plut. и παρακόψας Diog. L. помешанный.
Greek Monolingual
Α
1. κόβω κίβδηλα νομίσματα μειώνοντας ταυτόχρονα την αξία τους, παραχαράσσω
2. απατώ, εξαπατώ κάποιον
3. ακρωτηριάζω, κολοβώνω
4. κόβω κάτι σε τεμάχια, τεμαχίζω
5. διασχίζω, περνώ
6. μτφ. α) καθιστώ κάποιον τρελό, παράφρονα
β) αλλοιώνω, ψευτίζω («τὸ καθεστηκὸς νόμισμα τῆς φωνῆς παρακόπτοι», Λουκ.)
γ) είμαι τρελός, παράφρων
δ) βρίσκομαι σε παροξυσμό παραφροσύνης
7. μέσ. παρακόπτομαι
στερώ κάτι από κάποιον με δόλιο τρόπο.
Greek Monotonic
παρακόπτω: μέλ. -ψω·
I. 1. παραχαράσσω, κόβω πλαστά νομίσματα — Παθ., μτχ. παρακ. παρακεκομμένος, λέγεται για νομίσματα, πλαστός, ψεύτικος· μεταφ. λέγεται για ανθρώπους, ἀνδράρια μοχθηρά, παρακεκκομένα, ανθρωπάρια μοχθηρά και κίβδηλα, σε Αριστοφ.
2. Μέσ., εξαπατώ ή παίρνω με απάτη ένα πράγμα, παρακόπτω τινὰ ἀγαθῶν, στον ίδ.· απλώς, κοροϊδεύω, εξαπατώ, τινά, στον ίδ. — Παθ., εξαπατώμαι, τινί, σε κάποιο πράγμα, στον ίδ.
II. μεταφ., διαστρέφω, στρεβλώνω το μυαλό, οδηγώ στην τρέλα, σε Ευρ.
Greek (Liddell-Scott)
παρακόπτω: κόπτω κιβδήλως, παραχαράττω, κυρίως ἐπὶ νομισμάτων, τῶν νόμισμα παρακοπτόντων Διόδ. 1. 78· ― ἐντεῦθεν καθόλου, νοθεύω, κιβδηλεύω, Λουκ. Λεξιφάν. 20· κίβδηλα καὶ νόθα καὶ παρακεκομμένα ὁ αὐτ. πρὸς Ἀπαίδευτ. 2· ἀντιτίθεται πρὸς τὸ δόκιμα καὶ ἀκίβδηλα, ὁ αὐτ. πῶς δεῖ Ἱστ. Συγγρ. 10, Ἑρμότ. 68· οὕτως, ἀνδράρια μοχθηθά, παρακεκομμένα, ἀνθρωπάρια μοχθηρὰ καὶ κίβδηλα, Ἀριστοφ. Ἀχ. 517. 2) Μέσ., δι’ ἀπάτης ἀποστερῶ τινά τινος, γνώσεσθαι οἵων ἀγαθῶν αὐτὸν τῇ μισθοφορᾷ παρεκόπτου Ἀριστοφ. Ἱππ. 807· ἁπλῶς, ἐξαπατῶ, τινὰ αὐτόθι 859. ― Παθ., ἀπατῶμαι, εἴς τι πρᾶγμα, ὑπ’ ἀλφιταμοιβοῦ παρεκόπην διχοινίκῳ, «ἀντὶ τοῦ ἐπλάνησέ με τῇ μέτρων ποσότητι δύο χοίνικας» (Σχολ.), ὁ αὐτ. ἐν Νεφ. 640· πρβλ. παρασκοπέω. ΙΙ. Μεταφορ., κτυπῶ καὶ διαστρέφω τὸν νοῦν, φέρω εἰς μανίαν, διαταράσσω, π. φρένας Εὐρ. Ἱππ. 238· παρακεκομμένος τὸν νοῦν Σχόλ. εἰς Αἰσχύλ. Πρ. 581, πρβλ. Φώτ. ἐν λ. 2) οὕτω καὶ ἀμεταβάτ., παρακόπτω τῇ διανοίᾳ, εἶμαι παράφρων, Ἀριστ. π. Θαυμασ. 51· ἀπολ., παρακόψας, ἐν παροξυσμῷ παραφροσύνης, Διογ. Λ. 4. 44, πρβλ. Διόδ. 5. 50, πρβλ. Πλούτ. 2. 963Ε, 1123F· ἐντεῦθεν παρακοπή, παράκοπος. ΙΙΙ. κόπτω εἰς τεμάχια, κατακόπτω, μέλη Πολύβ. 10. 5, 5.
Middle Liddell
fut. ψω
I. to strike falsely: Pass., perf. part. παρακεκομμένος, of coin, counterfeit; metaph. of men, ἀνδράρια μοχθηρά, παρακεκομμένα knavish mannikins, base coin, Ar.
2. Mid. to cheat or swindle out of a thing, π. τινὰ ἀγαθῶν Ar.; simply, to cheat, τινά Ar.:—Pass. to be cheated, τινι in a thing, Ar.
II. metaph. to strike the mind awry, drive mad, Eur.