ατος, τό,
A sweetness, LXX Pr.16.24, al.; sweet wine, ib.Ne.8.10, al.
γλύκασμα: -ατος, τό, γλυκύτης, γλυκὺ πρᾶγμα, Ἑβδ. (Παροιμ. ις΄, 24 κ. ἀλλ.).