ἀμβλωτικός
English (LSJ)
ή, όν,
A producing abortion, φάρμακα Gal.17(1).799.
Greek (Liddell-Scott)
ἀμβλωτικός: -ή, -όν, = κατάλληλος ὅπως προκαλέσῃ ἀποβολὴν ἐμβρύου, Γαλην.
ή, όν,
A producing abortion, φάρμακα Gal.17(1).799.
ἀμβλωτικός: -ή, -όν, = κατάλληλος ὅπως προκαλέσῃ ἀποβολὴν ἐμβρύου, Γαλην.