ου, ὁ,
A oil-merchant, D.25.47, PHib.1.53.6 (iii B.C.), Lib.Or.58.
[Seite 789] ὁ, Oelhändler, Dem. 25, 47.
ἐλαιοπώλης: -ου, ὁ, ὁ πωλῶν ἔλαιον, ἔμπορος ἐλαίου, λαδέμπορος, Δημ. 784. 18.