κνῆμα

Revision as of 11:17, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_21)

English (LSJ)

   A v. κνῆσμα.

German (Pape)

[Seite 1460] τό, das Abgeschälte, Abgeriebene, Hippocr. bei Galen.

Greek (Liddell-Scott)

κνῆμα: τό, (κνάω) τὸ ἀποξεόμενον· ἐν τῷ πληθ., ἀποξέσματα, τρίμματα, Γαλην. Λεξ. Ἱππ., ἀλλ᾿ ἐν τῷ σημερινῷ κειμένῳ τοῦ Ἱππ. (238. 32) κνήσματα.