or (by dissimilation) γλωσσαργέω,
A talk till one's tongue aches, Poll.4.185.
γλωσσαλγέω: ἢ -αργέω, ἀλγῶ τὴν γλῶσσαν, Πολυδ. Δ΄, 185. 2) ὁμιλῶ τόσον πολὺ ὥστε ἡ γλῶσσά μου νὰ πονῇ, Ναζιανζ. 2, 313β (Migne).