αἰετηδόν
English (LSJ)
Adv.
A like an eagle, Apollon.Lex.68, Sch.Il.18.410.
Greek (Liddell-Scott)
αἰετηδόν: ἐπίρρ. ὡς ἀετός, Ἀπολλων. Λεξικ. Ὁμ. 68, Σχόλ. εἰς Ἰλ. Σ. 410.
Adv.
A like an eagle, Apollon.Lex.68, Sch.Il.18.410.
αἰετηδόν: ἐπίρρ. ὡς ἀετός, Ἀπολλων. Λεξικ. Ὁμ. 68, Σχόλ. εἰς Ἰλ. Σ. 410.