συγκλίνω

Revision as of 11:18, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_3)

English (LSJ)

[ῑ],

   A lay together:—Pass., lie with, [γυναικί] Hdt.2.181; of the woman, οὐκ ἔστιν ἥτις τῷδε -κλιθήσεται E.Alc.1090.    2 intr. in Act., lean, incline, ταῖς εὐνοίαις Plb.7.11.4.    II inflect similarly, A.D.Synt.102.11.    III συγκεκλιμένου τοῦ σκέλεος,= συγκεκαμμένου (which is v.l.), Hp.Art.60.

German (Pape)

[Seite 968] (s. κλίνω), mitneigen, zusammen niederlegen, pass. zusammenliegen; οὐκ ἔστιν ἥτις τῷδε συγκλιθήσεται, Eur. Alc. 1093; γυναικί, Her. 2, 181; – intrans., geneigt sein, τινί, Pol. 7, 12, 5.

Greek (Liddell-Scott)

συγκλίνω: [ῑ], κλίνω τι εἰς τὸ αὐτό, συνευνάζω. ― Παθ., κατακλίνομαι, πλαγιάζω μετά τινος, γυναικὶ Ἡρόδ. 2. 181˙ ἐπὶ γυναικός, Εὐρ. Ἀλκ. 1090. 2) ἀμεταβ. ἐν τῷ ἐνεργ., προσκλίνομαι, «ἀκκουμβῶ» ὁμοῦ, Πολύβ. 7. 12, 4. ΙΙ. κλίνω κατὰ τὸν αὐτὸν τρόπον, Ἀπολλώνιος περὶ Συντάξ. σ. 107.