βλιτάς
English (LSJ)
άδος, ἡ,
A worthless woman, Men.955.
German (Pape)
[Seite 449] άδος, ἡ, Men. bei Suid., s. βλιτομάμμας.
Greek (Liddell-Scott)
βλιτάς: -άδος, ἡ, εὐτελὴς γυνή, Μένανδ. ἐν Ἀδήλ. 346.
άδος, ἡ,
A worthless woman, Men.955.
[Seite 449] άδος, ἡ, Men. bei Suid., s. βλιτομάμμας.
βλιτάς: -άδος, ἡ, εὐτελὴς γυνή, Μένανδ. ἐν Ἀδήλ. 346.