ον,
A watching alone, γαίας μονόφρουρον ἕρκος A.Ag.257 (lyr.).
[Seite 206] allein bewachend, Ἀπίας γαίας μονόφρουρον ἕρκος, Aesch. Ag. 248.
μονόφρουρος: -ον, ὁ ἀγρυπνῶν μόνος, μόνος φύλαξ, φρουρός, Αἰσχύλ. Ἀγ. 257.