ἀναπηρία
English (LSJ)
ἡ,
A lameness, mutilation, Cratin.168, Arist.Rh.1386a11; of the crocodile's tongue, stunted development, Id.PA660b26.
German (Pape)
[Seite 201] ἡ, Verstümmelung, Gebrechlichkeit, σκελῶν Arist. Probl. 10, 26; vgl. rhet. 2, 8 Poll. 2, 61.
Greek (Liddell-Scott)
ἀναπηρία: ἡ, τὸ οὐσιαστ. τοῦ ἀνάπηρος, χωλότης, πήρωσις, Κρατῖνος ἐν «Πλούτοις» 9, Ἀριστ. Ρητ. 2. 8, 10, καὶ ἀλλ. περὶ τῆς γλώσσης τοῦ κροκοδείλου, ὁ αὐτ. π. Ζ. Μορ. 2. 17, 10. -«τὸ μὲν οὖν ἀνάπηρος καθωμίληται, τὸ δὲ ἀναπηρία σπάνιον» Α. Β. 9. 22.