ἀναπηρία

From LSJ

οὐκ ἔστι λέουσι καὶ ἀνδράσιν ὅρκια πιστά → there are no pacts between lions and men, between lions and men there are no oaths of faith, there can be no covenants between men and lions

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀναπηρία Medium diacritics: ἀναπηρία Low diacritics: αναπηρία Capitals: ΑΝΑΠΗΡΙΑ
Transliteration A: anapēría Transliteration B: anapēria Transliteration C: anapiria Beta Code: a)naphri/a

English (LSJ)

ἡ, lameness, mutilation, Cratin.168, Arist.Rh.1386a11; of the crocodile's tongue, stunted development, Id.PA660b26.

Spanish (DGE)

-ας, ἡ
1 mutilación Cratin.168, Ar.Fr.445, ἀ. τῶν σκελῶν Arist.Pr.880b6, cf. Rh.1386a11, δεῖ ὑπολαμβάνειν ὥσπερ ἀναπηρίαν εἶναι τὴν θηλύτητα φυσικήν Arist.GA 775a15.
2 atrofia de la lengua del cocodrilo, Arist.PA 660b26.

German (Pape)

[Seite 201] ἡ, Verstümmelung, Gebrechlichkeit, σκελῶν Arist. Probl. 10, 26; vgl. rhet. 2, 8 Poll. 2, 61.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
infirmité.
Étymologie: ἀνάπηρος.

Russian (Dvoretsky)

ἀναπηρία:увечность, искалеченность, уродство (τῶν σκελῶν, τῆς γλώσσης Arst.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀναπηρία: ἡ, τὸ οὐσιαστ. τοῦ ἀνάπηρος, χωλότης, πήρωσις, Κρατῖνος ἐν «Πλούτοις» 9, Ἀριστ. Ρητ. 2. 8, 10, καὶ ἀλλ. περὶ τῆς γλώσσης τοῦ κροκοδείλου, ὁ αὐτ. π. Ζ. Μορ. 2. 17, 10. -«τὸ μὲν οὖν ἀνάπηρος καθωμίληται, τὸ δὲ ἀναπηρία σπάνιον» Α. Β. 9. 22.

Greek Monolingual

η (Α ἀναπηρία)
έλλειψη αρτιότητας τών οργάνων του σώματος, ακρωτηριασμός
νεοελλ.
1. έλλειψη πνευματικής ή ψυχικής τελειότητας ενός ατόμου
2. γεν. έλλειψη σε κάτι, χωλότητα, κολόβωση.