ον,
A curable, Thphr.HP9.16.7.
[Seite 451] dem zu helfen ist, Ggstz ἀβοήθητος. Theophr.
βοηθήσιμος: -ον, ὃν δύναταί τις νὰ βοηθήσῃ ἢ νὰ θεραπεύσῃ, Θεόφρ. Ι. Φ. 9. 16, 7.