στραγγαλιάω

Revision as of 11:19, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_5)

English (LSJ)

   A tie knots, start difficulties, Plu.2.618f.

German (Pape)

[Seite 950] Fallstricke legen, verfängliche Fragen thun; Plut. Sym, 1, 2, 6 vrbdt στραγγαλιῶντας καὶ φιλολοιδόρους.

Greek (Liddell-Scott)

στραγγᾰλιάω: δένω κόμβους, προβάλλω δυσκολίας, παγιδεύω, Πλούτ. 2. 618F· πρβλ. στραγγαλίς.