στραγγαλιάω
From LSJ
πωγωνοτροφία φιλόσοφoν οὐ ποιεῖ → a long beard does not make the philosopher
English (LSJ)
tie knots, start difficulties, Plu.2.618f.
German (Pape)
[Seite 950] Fallstricke legen, verfängliche Fragen thun; Plut. Sym, 1, 2, 6 vrbdt στραγγαλιῶντας καὶ φιλολοιδόρους.
French (Bailly abrégé)
στραγγαλιῶ :
user de ruses, de moyens tortueux.
Étymologie: στραγγάλη.
Greek (Liddell-Scott)
στραγγᾰλιάω: δένω κόμβους, προβάλλω δυσκολίας, παγιδεύω, Πλούτ. 2. 618F· πρβλ. στραγγαλίς.
Russian (Dvoretsky)
στραγγᾰλιάω: запутывать, заниматься крючкотворством: στραγγαλιῶντες καὶ φιλολοίδοροι Plut. крючкотворы и сварливцы.