ἀποσπείρω
English (LSJ)
A scatter like seed, τι ἐς γῆν Luc.Somn.15,cf.Theol.Ar.6.
German (Pape)
[Seite 325] aussäen, Luc. u. a. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἀποσπείρω: ῥίπτω τι ἢ διασκορπίζω ὡς ὅταν σπείρῃ τις σπόρον, ἀποσπείρων τι ἐς τὴν γῆν Λουκ. Ἐνύπν. 15.