δροσίζω
English (LSJ)
A bedew, besprinkle, in Med., Ar.Ra.1312 (lyr.), prob. in E.Hyps.Fr.9.4:—later in Act., Posidon.20 J., Babr.12.16:— Pass., Hp.Ulc.12; δεδροσισμένον νέφος dewy, D.L.7.152: metaph., ἡνίκ' ἂν ὑπὸ τοῦ οἴνου δροσισθῇ ἡ ψυχή Epict.Gnom.26. II intr., form dew, Arist.Pr.939b38; δροσίζων ἱδρώς Herod.Med. in Rh.Mus. 58.99; to be in a flaccid condition, of the body, Philostr.Gym.48, cf. Archig. ap. Aët.6.3.
German (Pape)
[Seite 668] bethauen, befeuchten; ῥανίσι χρόα δροσιζόμεναι Ar. Ran. 1312; μαροις στεφάνους Posidon. Ath. XV, 692 d; Posidipp. 11 (V, 134) u. Sp., wie Plut. Qu. nat. 6; δεδροσισμένος p. D. L. 7, 152.
Greek (Liddell-Scott)
δροσίζω: ῥαίνω δρόσῳ, ῥαντίζω, Ἀριστοφ. Βατρ. 1312, Βάβρ. 12. 15. - Παθ., δεδροσισμένον νέφος, πλῆρες δρόσου, Διογ. Λ. 7. 152. ΙΙ. ἀμετάβ., σχηματίζω δρόσον, Ἀριστ. Προβλ. 25. 21.