= σκοτάζω: Ep. 3pl. σκοτόωσι
A their sight is
[Seite 905] davon nur in poet. Form σκοτόωσι, Nic. Al. 35, = σκοτοῦνται, σκοτοδινιῶσι.
σκοτάω: σκοτάζω· Ἐπικ. γ΄ πληθ. σκοτόωσι, Νικ. Ἀλεξιφ. 35.