σκοτάζω

From LSJ

ἀδικία ἕξις ὑπεροπτικὴ νόμων → injustice: the state of despising the laws

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σκοτάζω Medium diacritics: σκοτάζω Low diacritics: σκοτάζω Capitals: ΣΚΟΤΑΖΩ
Transliteration A: skotázō Transliteration B: skotazō Transliteration C: skotazo Beta Code: skota/zw

English (LSJ)

grow dark, LXX Ez.31.15, al.:—Pass., to be darkened, Cat.Cod.Astr.7.124, v.l. in Sch.Pi.N.4.64.

German (Pape)

[Seite 905] verfinstern, verdunkeln, LXX. S. συσκοτάζω.

French (Bailly abrégé)

être plongé dans les ténèbres.
Étymologie: σκότος.

Greek (Liddell-Scott)

σκοτάζω: γίνομαι σκοτεινός, «σκοτεινιάζω», Ἑβδ. (Ἰεζεκ. ΛΑ΄, 15, κτλ.), πρβλ. συσκοτάζω· - οὕτως ἐν τῷ παθ., σκοτασθήσεται Σχόλ. εἰς Πινδ. Ν. 4. 64.

Greek Monolingual

ΜΑ σκότος
1. ρίχνω σκοτάδι, σκοτίζω («καὶ ἐσκότασεν ἐπ' αὐτὸν ὁ Λίβανος», ΠΔ)
2. παθ. σκοτάζομαι
γίνομαι σκοτεινός, σκοτεινιάζω.