ἐνοπλίζω

Revision as of 11:19, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_2)

English (LSJ)

   A adapt to... ὠλέναις πλάτην Lyc.205.    II Med., arm oneself, Ath.1.16a:—Pass., pf. part. -ωπλισμένος armed, Aq.Ex. 13.18.

German (Pape)

[Seite 849] ausrüsten, bewaffnen; Lycophr. 205; LXX.

Greek (Liddell-Scott)

ἐνοπλίζω: προσαρμόζω εἰς, στερρὰν ἐνοπλίσουσιν ὠλέναις πλάτην, «τὴν ἰσχυρὰν κώπην ἐνοπλίσουσι ταῖς χερσίν, ἀντιστρόφως δὲ εἶπεν, ἀντὶ τοῦ τὰς χεῖρας ἐνοπλίσουσι ταῖς στερραῖς κώπαις» (Σχόλ.), Λυκόφρ. 205.