ἐνοπλίζω
τὸ πεπρωμένον γὰρ οὐ μόνον βροτοῖς ἄφευκτόν ἐστιν, ἀλλὰ καὶ τὸν οὐρανόν ἔχουσι → fate is unavoidable not only for mortals, but also for those who hold the heavens
English (LSJ)
A adapt to... ὠλέναις πλάτην Lyc.205.
II Med., arm oneself, Ath.1.16a:—Pass., pf. part. -ωπλισμένος armed, Aq.Ex. 13.18.
Spanish (DGE)
1 tr. armar con, tomar como arma c. ac. de obj. int. στερρὰν ἐνοπλίσουσιν ὠλέναις πλάτην Lyc.205
•armar c. ac. de la parte εὔοπλος ἀνὴρ ... ἐνοπλίσει αὐτὸν (τὸν πόδα) Hippol.Fr.in Gen.71.
2 intr., en v. med. vestirse las armas, armarse πρὸς τὸν ἐνόπλιον ῥυθμὸν αὐλούμενοι καὶ ἐνωπλίσαντο καὶ ὠρχήσαντο Ath.16a
•part. perf. pas. armado, preparado para el combate ἐνωπλισμένοι εἰς παράταξιν LXX Nu.31.5, cf. 32.29, Aq.Ex.13.18, οἱ μάχιμοι παραπορευέσθωσαν ἐνωπλισμένοι ἐναντίον κυρίου LXX Io.6.7, ἐνωπλισμένον ἄγγελον Ph.1.145
•como sinón. de estar en campaña, guerrear ἐν αὐτῇ γὰρ (χειμῶνος ὥρᾳ) οὔτε ἐνοπλίζονται οὔτε γεωργοῦσι Lyd.Mens.4.158.
German (Pape)
[Seite 849] ausrüsten, bewaffnen; Lycophr. 205; LXX.
Greek (Liddell-Scott)
ἐνοπλίζω: προσαρμόζω εἰς, στερρὰν ἐνοπλίσουσιν ὠλέναις πλάτην, «τὴν ἰσχυρὰν κώπην ἐνοπλίσουσι ταῖς χερσίν, ἀντιστρόφως δὲ εἶπεν, ἀντὶ τοῦ τὰς χεῖρας ἐνοπλίσουσι ταῖς στερραῖς κώπαις» (Σχόλ.), Λυκόφρ. 205.
Greek Monolingual
ἐνοπλίζω (Α) ένοπλος
1. προσαρμόζω
2. μέσ. εξοπλίζομαι, οπλίζω τον εαυτό μου.