ον,
A without barbarisms, Lex.Vind.294. Adv. -τως EM331.37. ἀβάρβαρος, f.l. for ἀβόρβορος, q.v.
ἀβαρβάριστος: προφορά, ἄνευ βαρβαρισμοῦ, Ψευδηρωδ.