εἰστοξεύω

Revision as of 11:19, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_2)

English (LSJ)

   A shoot arrows at, Hdt.9.49.    II ἐς. βιβλία ἐς τὸ στρατόπεδον shoot papers attached to arrows into.., D.C.48.25.    III metaph., τὰ ὁρώμενα τὰ πάθη ταῖς ψυχαῖς εἰστοξεύονται Hld.3.7.

German (Pape)

[Seite 746] hineinschießen; Her. 9, 49; D. Cass. 48, 25 u. a. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

εἰστοξεύω: ῥίπτω βέλη ἐναντίον τινός, Ἡρόδ. 9. 49. ΙΙ. ἐστ. βιβλία ἐς τὸ στρατόπεδον, ῥίπτω ἔσω δελτία προσηρτημένα εἰς τὰ βέλη, εἰς..., Δίων Κ. 48. 25.