A sacrifice as a burnt-offering, Phryn.PSp.88 B.:—Pass., to be burnt as a sacrifice, D.S.20.65.
ἱεροκαυτέω: προσφέρω ὡς ὁλοκαύτωμα, Α. Β. 51, 18. ― Παθ., καίομαι ὡς θῦμα, Διόδ. 20. 65.