ἱεροκαυτέω
From LSJ
English (LSJ)
sacrifice as a burnt-offering, Phryn.PSp.88 B.:—Pass., to be burnt as a sacrifice, D.S.20.65.
Russian (Dvoretsky)
ἱεροκαυτέω: сжигать как жертву (ἱεροκαυτούμενοι ἄνδρες Diod.).
German (Pape)
als ein Opfer verbrennen; DS. 20.65; B.A. 51.
Greek Monolingual
ἱεροκαυτῶ, ἱεροκαυτέω (Α)
1. προσφέρω θυσία ως ολοκαύτωμα
2. παθ. ἱεροκαυτοῦμαι, -έομαι
καίγομαι ως θύμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιερ(ο)- + -καυτώ (< -καυτος < καυτός), πρβλ. λυχνοκαυτώ, ολοκαυτώ].
Greek (Liddell-Scott)
ἱεροκαυτέω: προσφέρω ὡς ὁλοκαύτωμα, Α. Β. 51, 18. ― Παθ., καίομαι ὡς θῦμα, Διόδ. 20. 65.