περιρραντίζω

Revision as of 11:19, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_2)

English (LSJ)

   A = περιρραίνω, LXX Nu. 19.13, al.; v.l. for -νοτίζω in Alex.Trall.1.15.

Greek (Liddell-Scott)

περιρραντίζω: ῥαντίζω ὁλόγυρα, τύπος ἰσοδύναμος τῷ περιρραίνω, Ἑβδ. (Ἀριθμ. ΙΘ΄, 13, κ. ἀλλ.).