ἐνσπειράομαι
English (LSJ)
Pass.,
A to be coiled up in, φωλεῷ S.E.M.7.410: metaph., to be involved, wrapped up in, ἔπεσιν Heraclit.All.2.
Greek (Liddell-Scott)
ἐνσπειράομαι: σπειράομαι ἔν τινι, «κολλουριάζομαι» εἰς μέρος τι, ἐπὶ ὄψεως, πολλῶν ἐνεσπειραμένων τῷ αὐτῷ φωλεῷ δρακόντων Σέξτ. Ἔμπ. π. Μ. 7. 410.