ἐνσπειράομαι

From LSJ

μέγα πνεῦμα καὶ πολλὴν θάλασσαν → strong wind and high waves

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐνσπειράομαι Medium diacritics: ἐνσπειράομαι Low diacritics: ενσπειράομαι Capitals: ΕΝΣΠΕΙΡΑΟΜΑΙ
Transliteration A: enspeiráomai Transliteration B: enspeiraomai Transliteration C: enspeiraomai Beta Code: e)nspeira/omai

English (LSJ)

Pass., to be coiled up in, φωλεῷ S.E.M.7.410: metaph., to be involved, wrapped up in, ἔπεσιν Heraclit.All.2.

Spanish (DGE)

• Morfología: [sólo perf.]
estar enrollado en c. dat. πολλῶν ἐνεσπειραμένων τῷ αὐτῷ φωλεῷ δρακόντων S.E.M.7.410
fig. estar oculto, agazapado οἶμαι ... οὐδεμία κηλὶς ... τοῖς ἔπεσιν ἐνεσπείρηται no creo que ninguna inmoralidad se oculte en sus palabras Heraclit.All.2.

Greek (Liddell-Scott)

ἐνσπειράομαι: σπειράομαι ἔν τινι, «κολλουριάζομαι» εἰς μέρος τι, ἐπὶ ὄψεως, πολλῶν ἐνεσπειραμένων τῷ αὐτῷ φωλεῷ δρακόντων Σέξτ. Ἔμπ. π. Μ. 7. 410.

Russian (Dvoretsky)

ἐνσπειράομαι: (в чем-л.) сворачиваться, свиваться (ἐνσπειράμενοι τῷ αὐτῷ φωλεῷ δράκοντες Sext.).