σιτανίας

Revision as of 11:19, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_2)

English (LSJ)

πυρός, ὁ, a branching cereal, Thphr.HP8.2.3; formed

   A like κριθανίας.    II v. σητάνειος.

German (Pape)

[Seite 884] ὁ, πυρός, eine staudenartige Weizenart, Theophr., v. l. σητανίας, s. oben.

Greek (Liddell-Scott)

σῑτανίας: πυρός, ὁ, πιθαν. εἶδος σίτου θαμνώδους, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 8. 2, 3· πιθαν. διάφορ. τοῦ σητάνιος, ἴδε π. Φυτ. Αἰτ. 4. 10, 3.