[ᾰ], η, ον,
A fit to be heard, S.Fr.745.
[Seite 78] hörbar, σπουδή Soph. frg. 823.
ἀκούσιμος: [ᾰ], -η, -ον, ὃν δύναταί τις νὰ ἀκούσῃ, Σοφοκλ. Ἀποσπ. 823.