ἀκούσιμος
From LSJ
οὐ σύ με λοιδορεῖς, ἀλλ᾿ ὁ τόπος → it is not thou who mockest me, but the roof on which thou art standing (Aesop)
English (LSJ)
[ᾰ], η, ον, fit to be heard, S.Fr.745.
Spanish (DGE)
(ἀκούσῐμος) -η, -ον
• Prosodia: [ᾰ-]
digno de ser oído σπουδή S.Fr.745, cf. Fr.991b.
German (Pape)
[Seite 78] hörbar, σπουδή Soph. frg. 823.
Russian (Dvoretsky)
ἀκούσῐμος: могущий быть услышанным, слышный (σπουδή Soph.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀκούσιμος: [ᾰ], -η, -ον, ὃν δύναταί τις νὰ ἀκούσῃ, Σοφοκλ. Ἀποσπ. 823.
Greek Monolingual
ἀκούσιμος, -η, -ον (Α) ἄκουσις
ο κατάλληλος να τον ακούσει κανείς.