ἀποπρίω
English (LSJ)
[ῑ],
A saw off, Hdt.4.65. AP11.14 (Ammian.); ὀστέον Hp.Fract.33:—Pass., Isid.Char.20, Plu.2.924b, prob. in Archil.122.
German (Pape)
[Seite 320] (s. πρίω), absägen, Her. 4, 65 u. Folgd.
Greek (Liddell-Scott)
ἀποπρίω: [ῑ], μέλλ. -ίσω, ἀποκόπτω, ἀποχωρίζω διὰ τοῦ πρίονος, Ἡρόδ. 4. 65˙ -στέον Ἱππ. περὶ Ἀγμῶν 774: παθ., Πλούτ. 2. 924Β.