[ῑ],
A press or squeeze against, ἑαυτὴν πρὸς τὸν τοῖχον LXX Nu.22.25:—Pass., Placit.1.4.4.
[Seite 766] andrücken, noch mehr drücken (?).
προσθλίβω: [ῑ], θλίβω (ζουλίζω) τι πρός τι, τι πρός τι Ἑβδ. (Ἀριθμ. ΚΒ΄, 25). ― Παθ., Πλούτ. 2. 878F.