ἀνεξίτηλος
English (LSJ)
[ῐ], ον,
A indelible, βαφή Poll.1.44.
German (Pape)
[Seite 224] unvergänglich, Poll. 1, 44.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνεξίτηλος: [ῐ], -ον, ἀνεξάλειπτος, βαφὴ Πολυδ. Α΄, 44.
[ῐ], ον,
A indelible, βαφή Poll.1.44.
[Seite 224] unvergänglich, Poll. 1, 44.
ἀνεξίτηλος: [ῐ], -ον, ἀνεξάλειπτος, βαφὴ Πολυδ. Α΄, 44.