ἀνεξάλειπτος

From LSJ

ὃν οὐ τύπτει λόγος οὐδὲ ῥάβδος → if words don't get through, neither a beating will | if the carrot doesn't work, the stick will not work either | whom words do not strike, neither does the rod

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνεξάλειπτος Medium diacritics: ἀνεξάλειπτος Low diacritics: ανεξάλειπτος Capitals: ΑΝΕΞΑΛΕΙΠΤΟΣ
Transliteration A: anexáleiptos Transliteration B: anexaleiptos Transliteration C: aneksaleiptos Beta Code: a)neca/leiptos

English (LSJ)

[ᾰλ], ον, indelible, Isoc.5.71, Plu.2.1b, PHolm.22.43, cf. 1.12. Adv. ἀνεξαλείπτως Hsch.

Spanish (DGE)

-ον
I 1imborrable, indeleble τιμαί Isoc.5.71, τὰ τῆς δυσγενείας ὀνείδη Plu.2.1a, μνήμη Longin.33.3, cf. Ph.1.498, 2.221, PHolm.1.129, Cyr.H.Procatech.17
indestructible, imperecedero τὰ σπέρματα τῆς ἀρετῆς Origenes M.17.173C.
2 carente de absolución del pecado μὴ ἀφῇς ἀνεξάλειπτον ἁμαρτίαν Marc.Er.Opusc.M.65.921A.
II adv. ἀνεξαλείπτως = imperecederamente φιλείτω με PMag.10.8.

German (Pape)

[Seite 223] unauslöschlich, τιμή Isocr. 5, 71; ὀνείδη Plut. ed. lib. 1. – In B. A. 392 Erklrg von ἀναπόνιπτος.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
ineffaçable.
Étymologie: , ἐξαλείφω.

Russian (Dvoretsky)

ἀνεξάλειπτος: неизгладимый, незабываемый (τιμαί Isocr.; τῆς δυσγενείας ὀνείδη Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀνεξάλειπτος: -ον, ὁ μὴ ἐξαλειφόμενος, Ἰσοκρ. 96C, Πλούτ. -Ἐπίρρ. -τως Ἡσύχ.

Greek Monolingual

-η, -ο (Μ ἀνεξάλειπτος, -ον)
αυτός που δεν εξαλείφθηκε ή δεν μπορεί να εξαλειφθεί, ανεξίτηλος.

Greek Monotonic

ἀνεξάλειπτος: -ον (ἐξαλείφω), μη εξαλειφόμενος, απαράγραπτος, σε Ισοκρ., Πλούτ.

Translations

indelible

Bulgarian: неизличим; Catalan: indeleble; Dutch: onverwijderbaar, onuitwisbaar; Finnish: lähtemätön, pysyvä; French: indélébile; Galician: indeleble, indelébel; German: hartnäckig, unauslöschlich; Greek: ανεξίτηλος; Ancient Greek: ἀνέκνιπτος, ἀνέκπλυτος, ἀνέκτριπτος, ἀνεξάλειπτος, ἀνεξάλεπτος, ἀνεξίτηλος, ἀνυφαίρετος, δευσοποιός, δυσαπότριπτος, δυσέκνιπτος, δυσέκπλυτος, δύσνιπτος, ἔμμονος; Italian: indelebile; Japanese: 消せない, 削除できない; Latin: indelebilis; Manx: neunaardagh, neuastyrtagh, neuvooghee, do-scryst; Polish: nieusuwalny, niezmywalny; Portuguese: indelével, inextinguível; Russian: несмываемый, нестираемый; Spanish: indeleble; Ukrainian: незмивний, невивідний

indestructible

Armenian: անկործան, անկործանելի; Belarusian: неразбуральны, непарушны; Bulgarian: неразбиваем; Catalan: indestructible; Czech: nezničitelný; Dutch: onverwoestbaar; Esperanto: nedetruebla; Finnish: tuhoutumaton; French: indestructible; Galician: indestruible; German: unzerstörbar, unvernichtbar; Greek: άφθαρτος, ακατάλυτος, άθραυστος, ανθεκτικός, ακατάστρεπτος, ακατεδάφιστος, άτρωτος, ακατανίκητος; Ancient Greek: ἀδαμάντινος, ἀδάμαστος, ἀδιάλυτος, ἀδιασκέδαστος, ἀδιάφθορος, ἄθραυστος, ἄθρυπτος, ἀκάαπτον, ἀκαθαίρετος, ἀκατάβλητος, ἀκατάλυτος, ἀκαταπόνητος, ἀκατάργητος, ἀκατάστρεπτος, ἀκήρατος, ἄλυτος, ἀμαράντινος, ἀμετάληπτος, ἀναπόθετος, ἀνεξάλειπτος, ἀνώλεθρος, ἄρρηκτος, ἀσύντριπτος, ἀτειρής, ἄτριστος, ἄφθιτος; Hungarian: elpusztíthatatlan; Italian: indistruttibile; Japanese: 壊せない, 潰せない, びくともしない, 丈夫な, 堅い; Latin: indelebilis; Manx: neuhraartagh; Norwegian Bokmål: som ikke kan ødelegges, uforgjengelig, uslitelig; Polish: niezniszczalny; Portuguese: indestrutível; Romanian: indestructibil; Russian: нерушимый, неразрушимый; Spanish: indestructible; Swedish: oförstörbar, outplånlig, oförgänglig; Ukrainian: незнищенний, незруйновний