[ῐ], ον,
A heavy with iron, Plu.Aem.18.
[Seite 435] ῥομφαία, schwer von Eisen, Plut. Aemil. 18.
βᾰρῠσίδηρος: [ῐ], -ον, βαρὺς ἐκ τοῦ σιδήρου, ῥομφαία, Πλούτ. Αἰμιλ. 18.