[ῑ], ου, ὁ,
A of or belonging to a place, St.Byz. s.v. Αγρός, al.
τοπίτης: [ῑ], -ου, ὁ, ὁ ἀνήκων εἴς τινα τόπον ἢ ἐξ αὐτοῦ προερχόμενος, Στέφ. Βυζ.