τοπίτης
From LSJ
Ἡ βουλὴ καὶ ὁ δῆμος ἐτίμησεν... → The Council and the People honored... (inscription in the Roman city of Aizonai)
English (LSJ)
[ῑ], ου, ὁ, of or belonging to a place, St.Byz. s.v. Αγρός, al.
Greek (Liddell-Scott)
τοπίτης: [ῑ], -ου, ὁ, ὁ ἀνήκων εἴς τινα τόπον ἢ ἐξ αὐτοῦ προερχόμενος, Στέφ. Βυζ.
Greek Monolingual
ὁ, Α
αυτός που ανήκει σε έναν τόπο ή που προέρχεται από αυτόν.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τόπος + κατάλ. -ίτης (πρβλ. πολίτης)].
German (Pape)
[ῑ], ὁ, vom Orte, zum Orte gehörig, EM. St.B.