μονορύχης
English (LSJ)
[ῠ], ου, ὁ,
A digging with one point, ὄρυξ AP6.297 (Phan.).
German (Pape)
[Seite 204] ὁ, ein Grabewerkzeug mit einer Spitze, Phan. 4 (VI, 297), in poet. Form μουνορύχης.
Greek (Liddell-Scott)
μονορύχης: [ῠ], -ου, ὁ, ἐπὶ ἐργαλείου ὁ σκάπτων μὲ ἓν μόνον ὀξὺ ἄκρον, Ἀνθ. Π. 6. 297. ― Ἴδε Κόντον ἐν Ἀθηνᾶς τ. Β΄, σελ. 313.